- ειρυομαι
- εἰρύομαιэп.-ион. = ἐρύομαι См. ερυομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
u̯er-5 (*su̯er-) — u̯er 5 (*su̯er ) English meaning: to close, cover; to guard, save Deutsche Übersetzung: “verschließen, bedecken; schũtzen, retten, abwehren” Material: A. With Präfixen: ‘shut” and “öffnen”; “door”; u̯ortom “gate”. O.Ind. api… … Proto-Indo-European etymological dictionary